σπουδάζω [spuδázo] P2.1α μππ. σπουδασμένος* και σπουδαγμένος* : 1. μελετώ κτ., κυρίως για επιστήμη, συστηματικά και μεθοδικά, ενταγμένος στην ανώτερη ή ανώτατη βαθμίδα του εκπαιδευτικού συστήματος: Σπουδάζει ιατρική / νομική / μουσική. Σπουδάζει ζωγραφική στη Σχολή Kαλών Tεχνών. Σπούδασε μηχανικός στην Aγγλία. είμαι σπουδαστής ή φοιτητής: ~ στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. 2. παρέχω σε κπ. τα αναγκαία μέσα, αναλαμβάνω τα έξοδα για να σπουδάσει μια επιστήμη ή μια τέχνη: Έχει δυο παιδιά να σπουδάσει. Tον σπουδάζει ο θείος του. 3. (μτφ.) έχω πείρα: Eίναι ηλικιωμένος· έχει σπουδάσει τη ζωή. [λόγ. < ελνστ. σπουδάζω, αρχ. σημ.: `επείγομαι να κάνω κτ., προσέχω σε κτ.΄]
Άκουσα στο ραδιόφωνο μία διαφήμιση τύπου "Η κόρη της Λούλας σπουδάζει μανικιούρ"...Για σιγά! "Μαθαίνει" μανικιούρ, ναι. "Ειδικεύεται στο μανικιούρ", να το δεχθώ κι αυτό. Ακου ... 'σπουδάζει' μανικιούρ, κομμωτική κλπ.!!! Σιγά μην κάνει και ... διδακτορικό...
Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2008
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
3 σχόλια:
φαντάσου... σε μια χώρα όπου το μανικιούρ ... σπουδάζεται... τότε η κοινωνιολογία του ροζ DVD πρέπει νάναι κάτι το μαγικά μεταπτυχιακό!
Καλά τα λες, Πούπσι, αλλά ποιος σ' ακούει...
Καλά τα λες, Πούπσι, αλλά ποιος σ' ακούει...
Δημοσίευση σχολίου