Τρίτη 16 Σεπτεμβρίου 2008

Στο λιμάνι των Νέων Στύρων

Τα λιμάνια ποτέ δε με ενθουσίαζαν. Ενώ τα αεροδρόμια ανέκαθεν με γοήτευαν, τα λιμάνια τα έβρισκα μάλλον αδιάφορα. Τώρα τελευταία όμως διαπιστώνω ότι αρχίζουν να μου προκαλούν ανησυχία και εκνευρισμό. Κι αυτή η διαπίστωση εδραιώθηκε πλήρως πρόσφατα, όταν αναγκάστηκα να επιβιβαστώ σε πλοίο της γραμμής από δημοφιλές κυκλαδίτικο νησί στις 12 το βράδυ με προορισμό τον Πειραιά.
Κάτι η ώρα που ήταν προχωρημένη, κάτι που είχε σωρευτεί η κούραση όλης της μέρας, κάτι που περίμεναν στο λιμάνι οι ορδές των Ούνων, κάτι το πλοίο που ήταν τερατωδώς μεγάλο κι ήταν σαν να θέλει με καταπιεί, ε ήρθε κι έδεσε το γλυκό. Κρίση πανικού!
Η άφιξη στον Πειραιά συνοδεύτηκε επίσης από αρνητικά συναισθήματα: Η Ακτή Βασιλειάδη, όπου έδεσε το θηρίο, είναι αποκομμένη από το κυρίως σώμα του λιμανιού: Δεν διαθέτει διασύνδεση με μέσα συγκοινωνίας καθιστώντας έτσι τον επιβάτη έρμαιο σεσημασμένων οδηγών ταξί. Στις έξι το πρωί η άχαρη αυτή περιοχή φάνταζε ακόμη πιο αφιλόξενη...Πίκρα.

Το παράδοξο είναι πως λίγες μέρες πριν είχα βρεθεί μόνη στο πιο πολυσύχναστο αεροδρόμιο του κόσμου εκείνο της Ατλάντας -με τους διπλούς ελέγχους, το τρενάκι που σε οδηγεί στον τόπο παραλαβής των αποσκευών σου κι άλλα πολλά πρωτόγνωρα για μένα- και δεν 'ίδρωσε τ'αυτί μου'. Κανένα συναίσθημα άγχους δε με ταλάνισε (ίσως εν μέρει να οφείλεται στο ότι γνώριζα ότι η τύχη η δική μου και της βαλίτσας μου δε βρισκόταν στα χέρια Ελλήνων συνδικαλιστών)...

Ο καλός Θεούλης όμως με λυπήθηκε και δε θέλησε να σφραγίσει τις αναμνήσεις των φετινών διακοπών μου με μία επίγευση λιμανοφοβίας.

Τη Δευτέρα το βράδυ, λοιπόν, βρέθηκα στο λιμανάκι των Νέων Στύρων κατά τις οκτώ το βράδυ με ένα καιρό που πήγαινε προς βροχή και με λίγα σχετικά αυτοκίνητα να περιμένουν την Παναγία Τ. για να περάσουν απέναντι στην Αγία Μαρίνα.
Το καραβάκι -"παντόφλα" γέμισε κατά το ήμισυ κι όταν τελικά έλυσε είχε βραδιάσει για τα καλά. Όταν με τον απόπλου έσβησαν και τα φώτα του καραβιού, όσοι τεμπέληδες από μας προτίμησαν να παραμείνουν μέσα στο αυτοκίνητο, απόλαυσαν τις φαντασμαγορικές αστραπές, που αμφισβητούσαν με θράσος την παντοκρατορία του σκότους. Με τον παφλασμό του κύματος να χαϊδεύει τ'αυτιά μας και τη μυρωδιά της υγρής ατμόσφαιρας στα ρουθούνια, λίγες ήταν οι αισθήσεις που έμειναν ανικανοποίητες εκείνο το βράδυ... Το μικρό πρωτόγονο λιμανάκι των Στύρων επέδρασε κατευναστικά στο στρεσαρισμένο μου τομάρι. Στα λιμάνια, εν αντιθέσει προς τα αεροδρόμια, είμαι ρετρό.

1 σχόλιο:

Constantinos είπε...

Είναι αλήθεια ότι τα λιμάνια μας έχουν έναν αέρα τριτοκοσμικότητας, μα τα παραλές λίγο, μου φαίνεται. Πάντως, τα μικρά λιμάνια με λίγο κόσμο (ειδικά όταν είσαι εξοικειωμένος με αυτά, όταν έχεις μνήμες) σου αφήνουν όχι άσχημη εντύπωση.

Όσο για την Ακτή Βασιλειάδη, νομίζω υπάρχουν λεωφορεία που τη συνδέουν με τον ηλεκτρικό και τις αφετηρίες.

ΥΓ: Η παραμονή μέσα στο αυτοκίνητο κατά τη διάρκεια του ταξιδιού είναι μέγιστο λάθος ασφάλειας, γι αυτό και απαγορεύεται.